Κύπρος και Ελλάδα έχουν τα τελευταία χρόνια εξαντλήσει σχεδόν κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου η Τουρκία να παραμείνει σε τροχιά ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχοντας επιδείξει ιώβεια υπομονή και προσπερνώντας με αξιοσημείωτη στωικότητα και ορθολογισμό τις κατά καιρούς γνωστές τουρκικές κουτοπονηριές και προκλήσεις, τα πολιτικά τερτίπια, αλλά και τα ανατολίτικα παζάρια της Άγκυρας, Αθήνα και Λευκωσία έχουν δώσει στη γείτονα χώρα (σε συνεργασία πάντοτε και με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ) πάμπολλες ευκαιρίες συμμόρφωσης στις αρχές, στις αξίες και στο κεκτημένο της ΕΕ. 
Κύπρος και Ελλάδα εξακολουθούν να κρατούν τη θύρα της εισόδου στην ΕΕ ανοικτή για την Τουρκία, παρά την αλλοπρόσαλλη ευρωπαϊκή πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα και παρά τη μη ύπαρξη εμφανούς προόδου στις διμερείς τους σχέσεις μ' αυτή.
Εναπόκειται πλέον στην ίδια τη γείτονα χώρα να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται σαν «κουτοπόνηρος Ανατολίτης σε παζάρι» ή αν επιτέλους θα ξεκινήσει να συμπεριφέρεται σαν κανονικό ευρωπαϊκό κράτος και σαν πραγματικός Ευρωπαίος εταίρος.
Δυστυχώς, έως σήμερα, η Τουρκία δεν φαίνεται να επιθυμεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονται. Αποδεικνύει έτσι είτε ότι η ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν αποτελεί πλέον για τη σημερινή -υπό τον Ερντογάν- πολιτική ηγεσία της χώρας βασική προτεραιότητα πολιτικής αλλά μια σημαία ευκαιρίας για άντληση πρόσκαιρων ωφελημάτων κυρίως χρηματοδοτικών, είτε ότι επιθυμεί η ενταξιακή της πορεία να ξεφύγει από τη συνήθη διαδικασία και να πραγματοποιηθεί "ála carte» και με εκπτώσεις (πράγμα αδιανόητο για τα ευρωπαϊκά πολιτικά ήθη).
Κοινός παρανομαστής και στις δύο παραπάνω εκδοχές είναι τα συνεχή ανατολίτικα παζάρια στην προσπάθεια της Άγκυρας να προσεταιριστεί τα οφέλη που προκύπτουν από το καθεστώς του υπό ένταξη στην ΕΕ κράτους, ενώ, εκμεταλλευόμενη ταυτόχρονα τη διεθνή συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, προσπαθεί να κερδίσει όσα πιο πολλά μπορεί, με αντάλλαγμα τη διαχείριση στο έδαφός της του διογκωμένου προσφυγικού ρεύματος προς την Ευρώπη. Θέτει την πρόοδο της ενταξιακής της πορείας στο ζύγι με αντιστάθμισμα όχι την αποδοχή από μέρους της του κοινοτικού κεκτημένου, αλλά την επιπρόσθετη βοήθεια για το προσφυγικό, τα οικονομικά οφέλη, τα θέματα θεωρήσεων εισόδου κ.λπ.
Με αυτό το ιδιότυπο και αναχρονιστικό πλέον για τη διεθνή πολιτική σκηνή ανατολίτικο παζάρι, η Τουρκία δοκιμάζει τα νεύρα και τις αντοχές της πλειονότητας των εταίρων και ιδιαίτερα της Λευκωσίας και της Αθήνας. Δίχως άλλο, η προσπάθεια της Άγκυρας να θέσει το ζήτημα του ανοίγματος επιπρόσθετων ενταξιακών κεφαλαίων στο επίκεντρο αυτού του νεο-οθωμανικής έμπνευσης και καταγωγής πολιτικού παζαριού, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για την προσαρμογή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά πρότυπα συμπεριφοράς.
Την ίδια στιγμή, η συμπεριφορά της γίνεται ακόμα πιο άσχημη, ιδιαίτερα όταν με το παζάρι αυτό η Άγκυρα προσπαθεί να προσπεράσει την υποχρέωσή της να συμμορφωθεί στα λεγόμενα κυπρογενή προαπαιτούμενα της ένταξης που είναι όμως ευρωπαϊκά προαπαιτούμενα. Τέλος, με τη συμπεριφορά της στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, ιδιαίτερα μάλιστα μετά και τις πρόσφατες τελετές στα εγκαίνια του παράνομου αγωγού ύδατος Τουρκίας - κατεχόμενων, η Άγκυρα, δυστυχώς, τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και πολιτικής πρακτικής, διολισθαίνει επικίνδυνα και υπονομεύει τις διαδικασίες επίλυσης.
Η παραπάνω συμπεριφορά είναι εξόχως αντιευρωπαϊκή και αντιβαίνει τον ευρωπαϊκό κώδικα συμπεριφοράς, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές της ΕΕ.
Δυστυχώς, η Τουρκία «θέλει» να ενταχθεί στην ΕΕ χωρίς να έχει αποφασίσει αν επιθυμεί να ανήκει στην Ευρώπη, αν αισθάνεται ευρωπαϊκή χώρα και, πρωτίστως, αν αποδέχεται στο σύνολό του το κεκτημένο της ευρωπαϊκής οικογένειας και την κοινή της προοπτική.
Η Τουρκία πρέπει να αποφασίσει πού ανήκει. Στην Ευρώπη ή κάπου αλλού. Γιατί οι νεο-οθωμανικοί σχεδιασμοί, τα ανατολίτικα παζάρια και η κουτοπονηριά δεν έχουν χώρο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα και αν ο ένοικος του «Λευκού Παλατιού» με τα 1.000 δωμάτια στην Άγκυρα το έχει ξεχάσει, είναι καιρός κάποιος να του το υπενθυμίσει!
* Η Ιωάννα Συγκρασίτη, είναι διεθνολόγος - ευρωπαιολόγος.